σιρμαγιά

σιρμαγιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σιρμαγιά" в других словарях:

  • σιρμαγιά — η, Ν βλ. σερμαγιά …   Dictionary of Greek

  • σερμαγιά — και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν 1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας 2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye] …   Dictionary of Greek

  • σερμαγιά — σερμαγιά, η και σιρμαγιά, η (λ. τουρκ.), χρηματικό κεφάλαιο: Τον βοήθησα, ώσπου να πιάσει σερμαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»